ΕΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΩ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΩΣ ΜΕΤΡΟ ΠΑΝΤΩΝ
«Άνοδος και πτώση της πόλης Μαχαγκόνυ» των Βάιλ/Μπρεχτ
Στη μνήμη του 77χρονου αυτόχειρα της Πλατείας Συντάγματος.
Α. «Γι΄ αυτό σε θάνατο θα καταδικαστείς, Τζίμμυ Μάχονυ.
Για έλλειψη χρημάτων
Αυτό είναι το πιο μεγάλο έγκλημα
Που απαντάται στον πλανήτη.»
Άνοδος και πτώση της πόλης Μαχαγκόνυ, του Μπ. Μπρεχτ (εκδόσεις Νεφέλη σελ. 92.)
Το 1929 ήταν μια χρονιά μεταίχμιο για τη νεόκοπη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ύστερα από μια περίοδο σημαντικών επιτευγμάτων στον τομέα της επιστήμης, των γραμμάτων και των τεχνών, τα απόνερα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης είχαν ήδη να κτυπούν την ευάλωτη δημοκρατία. Η ανεργία ολοένα και μεγάλωνε, η πείνα σαν φάντασμα είχε αρχίσει να απλώνεται πάνω από την κοινωνία, η διαφθορά κυριαρχούσε. Όλα αυτά κλόνιζαν το εποικοδόμημα του πολιτικού συστήματος. Την ίδια στιγμή το ναζιστικό κόμμα είχε αρχίσει να εδραιώνεται κατέχοντας θέσεις σε δημοτικά συμβούλια, καλλιτεχνικούς οργανισμούς, πανεπιστήμια, στο ίδιο το κοινοβούλιο εντέλει.
Το Φεβρουάριο του 1931 ο Αδόλφος Χίτλερ θα πάρει τη γερμανική υπηκοότητα και με τον τρόπο αυτό ο δρόμος για την προεδρία του Ράιχ είναι πλέον ορθάνοιχτος.
Στο μεσοδιάστημα των δύο αυτών χρόνων, στις 9 Μαρτίου του 1930, θα δοθεί η επίσημη πρεμιέρα του «Μαχαγκόνυ» . Διαισθανόμενος ο Μπέρτολτ Μπρεχτ το κλίμα της εποχής αλλά και την επαπειλούμενη κυριαρχία των ναζιστών, αρθρογραφούσε συχνά-πυκνά καταγγέλλοντας τα επικίνδυνα φαινόμενα. Ακόμα περισσότερο αγωνιζόταν μέσω της τέχνης να αποτρέψει την κυριαρχία του ολοκληρωτισμού και τον πόλεμο, ο οποίος ερχόταν.
Στα πλαίσια αυτά συγγράφει, αμέσως μετά την «Όπερα της πεντάρας», την τρίτη του όπερα «Μαχαγκόνυ», ένα έργο άκρως πολιτικό, αντικαταναλωτικό όσο και αντικαπιταλιστικό. Η έμπνευσή του δεν εξαντλείται στο προωθημένο λιμπρέτο αλλά εξαπλώνεται και στη φόρμα της όπερας την οποία μέσω ριζοσπαστικών καινοτομιών μετατρέπει από δραματική σε επική έχοντας σαν απώτερο σκοπό την αποδόμησή της. Επιθυμία του είναι το ξεπέρασμα της παλιάς τέχνης και η δημιουργία μιας νέας για όλη την κοινωνία. Γι αυτό και η ιδέα του έχει να κάνει με τη δραστική, αυτόνομη παρουσία τόσο της μουσικής του Βάιλ όσο και των αυτόνομων προβολών του Νέερ στο εικαστικό τμήμα, ούτως ώστε μαζί με τη δυναμική του κειμένου να μπουν τα θεμέλια ενός καινούριου είδους.
Β. «Όσο γαστριμαργική κι αν είναι η Μαχαγκόνυ – ακριβώς τόσο γαστριμαργική όσο πρέπει να είναι μια όπερα - , ωστόσο έχει ήδη μια λειτουργία μεταβολής της κοινωνίας. Θέτει ακριβώς υπό συζήτηση το καταναλωτικό, επιτίθεται στην κοινωνία που χρειάζεται τέτοιες όπερες. Σα να λέμε εξακολουθεί να κάθεται μεγαλοπρεπώς στο ίδιο κλαδί, αλλά τουλάχιστον έχει αρχίσει να το πριονίζει λιγάκι»
Ο ΜΠΡΕΧΤ ερμηνεύει ΜΠΡΕΧΤ (εκδόσεις Νέα Σύνορα σελ. 91)
Το κείμενο αυτό καθεαυτό ασκεί έντονη κριτική στον καταναλωτισμό και στην κυριαρχία του χρήματος πάνω σε κοινωνία, θεσμούς, ανθρώπινες σχέσεις. Ο συγγραφέας προσπαθούσε σε πνευματικό επίπεδο να αναδομήσει το πεδίο της όπερας και ταυτόχρονα να ξυπνήσει τις συνειδήσεις των θεατών. Χώρος δράσης είναι η πόλη Μαχαγκόνυ, Πόλη του Χρυσού, του χάους και της ατομικιστικής αναρχίας και κατά συνέπεια πόλη της αυτοκαταστροφής και του θανάτου, χτισμένη σε μια έρημο σηματοδοτώντας το εργοστάσιο ονείρων του καπιταλισμού (Ε. Βαροπούλου από το πρόγραμμα της παράστασης). Η σκηνή στο 13ο μέρος, είναι από τις πιο χαρακτηριστικές του έργου, όπου ο Φαγάς τρώει μέχρι θανάτου, όταν την ίδια στιγμή η πείνα επικρατεί. Έτσι ο Μπρεχτ προσπαθεί να προκαλέσει και να σοκάρει τους θεατές παραθέτοντάς τους στο θάνατο από πείνα, ένα θάνατο από υπερφαγία. Γι αυτό και συνάντησε στη σύντομη σχετικά πορεία του τη χρονιά που πρωτοανέβηκε τις έντονες αντιδράσεις τόσο ανθρώπων οι οποίοι κυριαρχούσαν στα καλλιτεχνικά πράγματα όσο και των οπαδών του χιτλερικού εθνικοσοσιαλισμού.
Οι πρώτοι προσπάθησαν είτε να απαγορεύσουν εντελώς το ανέβασμα του έργου, είτε να πετύχουν τη λογοκρισία κάποιων σκηνών, πράγμα το οποίο δυστυχώς και κατάφεραν σε παραστάσεις που δόθηκαν ανά τις πόλεις της Γερμανίας. Ακόμα κι έτσι όμως οργανωμένες ομάδες τραμπούκων συστηματικά γιουχάιζαν κατά τη διάρκεια των παραστάσεων, φτάνοντας κάποιες φορές να προσπαθούν να τις ματαιώσουν χρησιμοποιώντας μέχρι και αμπούλες βρώμας.
Στις μέρες μας τα πράγματα είναι διαφορετικά. Στις παραστάσεις που δόθηκαν στο Μέγαρο Μουσικής όχι μόνο τα εισιτήρια ήταν εξόχως ακριβά φτάνοντας στην τιμή των 65 και 95 ευρώ, αλλά επίσης μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει ανάμεσα στους θεατές και επιφανείς εκπροσώπους της διαπλοκής στον οικονομικό, πολιτικό, δημοσιογραφικό τομέα. Η ειρωνεία της ιστορίας. Μπορεί ο Μπρεχτ να έγραφε ότι «η όπερα Μαχαγκόνυ γράφτηκε το 1928/29. Στις κατοπινότερές μου εργασίες έγιναν προσπάθειες να τονισθεί όλο και πιο έντονα το διδακτικό σε βάρος του γαστριμαργικού. Δηλαδή από το μέσο απόλαυσης να αναπτυχθεί το αντικείμενο διδασκαλίας και ορισμένα ινστιτούτα να αναδομηθούν από τόποι διασκέδασης σε εκδοτικά όργανα» (ό.π. σελ. 91) όμως το Μέγαρο Μουσικής κατόρθωσε να αφοπλίσει την επική και αντικαπιταλιστική πρόθεση του συγγραφέα.
Γ. «Στις μέρες μας, όπως και τότε, στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, η μεγάλη ευθύνη των φιλοσόφων και των καλλιτεχνών είναι να δείξουμε στους απελπισμένους ανθρώπους δρόμους για την έξοδο από την καταστροφή….. μια επιτυχημένη καλλιτεχνική διαχείριση μπορεί να βασιστεί μόνο στην επιστροφή σε κείνα που μας δίδαξαν οι Έλληνες σχετικά με τη λειτουργία και την οργάνωση του θεάτρου μέσα στην πόλιν»
Ζεράρ Μορτιέ καλλιτεχνικός διευθυντής του Βασιλικού Θεάτρου της Μαδρίτης.
Η συγκεκριμένη παράσταση ανέβηκε σε σκηνοθεσία της καταλανικής θεατρικής ομάδας «Φούρα ντελς Μπάους» και παραγωγή του Βασιλικού Θεάτρου της Μαδρίτης το Σεπτέμβρη του 2010. Η συγκεκριμένη εκδοχή κατόρθωσε να δώσει το καίριο στίγμα μιας κατάστασης που κυριαρχεί στο δυτικοευρωπαϊκό χώρο. Μάλιστα λειτούργησε προφητικά μιας και λίγους μήνες μετά θα ξεσπούσε στην πλατεία της Πουέρτα ντε Σολ, λίγες εκατοντάδες μέτρα από το θέατρο, το κίνημα της «15 Μάη», γνωστού σε μας ως κίνημα των Αγανακτισμένων. Στη σκηνοθετική αυτή πρόταση η κυριαρχούμενη από το χρήμα πόλη-παγίδα Μαχαγκόνυ, όχι μόνο παράγει ένα προϊόν αντάξιο της ίδιας, τα σκουπίδια, αλλά μετατρέπει και τους ίδιους τους ανθρώπους της σε εμπόρευμα, αντικείμενο, σκουπίδι επίσης. Και αυτό το άρωμα της δυσοσμίας που αναδύεται από μια πόλη-χωματερή φτάνει πολύ πετυχημένα στα ρουθούνια των θεατών. Όσο και αν η «αποδομητική» αυτή όπερα δεν αποδίδεται ισοβαρώς, η σκηνοθεσία κατορθώνει να αποδώσει με το μέγιστο δυνατόν τρόπο το επικό μέρος της, διαχειριζόμενη άκρως επιτυχημένα την κίνηση του πλήθους των ηθοποιών εκμαιεύοντας από αυτούς τη δυναμική η οποία υποβόσκει στο κείμενο. Ειδικά με την τελευταία σκηνή της όπερας όπου οι κάτοικοι της πόλης σε πορεία διεκδικούν με πανό δικαιώματα όπως «για την ελευθερία των πλουσίων», «για την άδικη κατανομή των επίγειων αγαθών», «για το μεγαλείο της ρύπανσης», «για την αθανασία της παλιανθρωπιάς» μέσα σε ένα περιβάλλον που φλέγεται και μια πόλη που καταρρέει, επέρχεται η επιτυχημένη ολοκλήρωση του έργου. Η κόλαση (του καπιταλισμού) είναι εδώ.
«Άνοδος και πτώση της πόλης Μαχαγκόνυ» των Βάιλ/Μπρεχτ
Συνεργασία του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και του Βασιλικού Θεάτρου της Μαδρίτης
Όπερα σε τρεις πράξεις
Στα γερμανικά με ελληνικούς υπέρτιτλους
Παραγωγή του Βασιλικού Θεάτρου της Μαδρίτης (2010)
Πρεμιέρα: Μαδρίτη, Βασιλικό Θέατρο, 30 Σεπτεμβρίου 2010
Τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης ανήκουν στο Βασιλικό Θέατρο
Σκηνοθεσία: Φούρα ντελς Μπάους (Άlex Ollé & Carlus Padrissa)
Σκηνικά: Alfons Flores
Κοστούμια: Lluc Castells
Σχεδιασμός φωτισμών: Urs Schoenbaum
Φωτισμοί παράστασης: Georg Veit
Μετάφραση λιμπρέτου: Ελένη Βαροπούλου
ΛΕΟΚΑΝΤΙΑ ΜΠΕΓΚΜΠΙΚ: Jane Henschel
ΦΑΤΤΥ Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ: Donald Kaasch
ΜΩΥΣΗΣ ΤΡΙΑΔΑΣ: Huub Claessens
ΤΖΕΝΝΥ ΧΙΛΛ: Elzbieta Szmytka
ΤΖΙΜ ΜΑΧΟΝΥ: Franco Farina
ΜΠΙΛ Ο ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ: Χάρης Ανδριανός
ΤΖΟ Ή ΚΑΙ ΛΥΚΟΣ ΤΗΣ ΑΛΑΣΚΑΣ: Τάσος Αποστόλου
6 κορίτσια του Μαχαγκόννυ: Στελίνα Αποστολοπούλου,
Μελίνα Πασχαλίδου, Ρόζα Πουλημένου, Κατερίνα Ρούσσου,
Άρτεμις Μπόγρη, Μαργαρίτα Συγγενιώτου
Μουσική προετοιμασία: Δημήτρης Γιάκας
Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα & Χορωδία της ΕΡΤ
Διεύθυνση χορωδίας: Δημήτρης Μπουζάνης
Μουσική διεύθυνση:Νίκος Τσούχλος
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Βασιλίσσης Σοφίας και Κόκκαλη, Αθήνα
«Άνοδος και πτώση της πόλης Μαχαγκόνυ» των Βάιλ/Μπρεχτ
Στη μνήμη του 77χρονου αυτόχειρα της Πλατείας Συντάγματος.
Α. «Γι΄ αυτό σε θάνατο θα καταδικαστείς, Τζίμμυ Μάχονυ.
Για έλλειψη χρημάτων
Αυτό είναι το πιο μεγάλο έγκλημα
Που απαντάται στον πλανήτη.»
Άνοδος και πτώση της πόλης Μαχαγκόνυ, του Μπ. Μπρεχτ (εκδόσεις Νεφέλη σελ. 92.)
Το 1929 ήταν μια χρονιά μεταίχμιο για τη νεόκοπη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ύστερα από μια περίοδο σημαντικών επιτευγμάτων στον τομέα της επιστήμης, των γραμμάτων και των τεχνών, τα απόνερα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης είχαν ήδη να κτυπούν την ευάλωτη δημοκρατία. Η ανεργία ολοένα και μεγάλωνε, η πείνα σαν φάντασμα είχε αρχίσει να απλώνεται πάνω από την κοινωνία, η διαφθορά κυριαρχούσε. Όλα αυτά κλόνιζαν το εποικοδόμημα του πολιτικού συστήματος. Την ίδια στιγμή το ναζιστικό κόμμα είχε αρχίσει να εδραιώνεται κατέχοντας θέσεις σε δημοτικά συμβούλια, καλλιτεχνικούς οργανισμούς, πανεπιστήμια, στο ίδιο το κοινοβούλιο εντέλει.
Το Φεβρουάριο του 1931 ο Αδόλφος Χίτλερ θα πάρει τη γερμανική υπηκοότητα και με τον τρόπο αυτό ο δρόμος για την προεδρία του Ράιχ είναι πλέον ορθάνοιχτος.
Στο μεσοδιάστημα των δύο αυτών χρόνων, στις 9 Μαρτίου του 1930, θα δοθεί η επίσημη πρεμιέρα του «Μαχαγκόνυ» . Διαισθανόμενος ο Μπέρτολτ Μπρεχτ το κλίμα της εποχής αλλά και την επαπειλούμενη κυριαρχία των ναζιστών, αρθρογραφούσε συχνά-πυκνά καταγγέλλοντας τα επικίνδυνα φαινόμενα. Ακόμα περισσότερο αγωνιζόταν μέσω της τέχνης να αποτρέψει την κυριαρχία του ολοκληρωτισμού και τον πόλεμο, ο οποίος ερχόταν.
Στα πλαίσια αυτά συγγράφει, αμέσως μετά την «Όπερα της πεντάρας», την τρίτη του όπερα «Μαχαγκόνυ», ένα έργο άκρως πολιτικό, αντικαταναλωτικό όσο και αντικαπιταλιστικό. Η έμπνευσή του δεν εξαντλείται στο προωθημένο λιμπρέτο αλλά εξαπλώνεται και στη φόρμα της όπερας την οποία μέσω ριζοσπαστικών καινοτομιών μετατρέπει από δραματική σε επική έχοντας σαν απώτερο σκοπό την αποδόμησή της. Επιθυμία του είναι το ξεπέρασμα της παλιάς τέχνης και η δημιουργία μιας νέας για όλη την κοινωνία. Γι αυτό και η ιδέα του έχει να κάνει με τη δραστική, αυτόνομη παρουσία τόσο της μουσικής του Βάιλ όσο και των αυτόνομων προβολών του Νέερ στο εικαστικό τμήμα, ούτως ώστε μαζί με τη δυναμική του κειμένου να μπουν τα θεμέλια ενός καινούριου είδους.
Β. «Όσο γαστριμαργική κι αν είναι η Μαχαγκόνυ – ακριβώς τόσο γαστριμαργική όσο πρέπει να είναι μια όπερα - , ωστόσο έχει ήδη μια λειτουργία μεταβολής της κοινωνίας. Θέτει ακριβώς υπό συζήτηση το καταναλωτικό, επιτίθεται στην κοινωνία που χρειάζεται τέτοιες όπερες. Σα να λέμε εξακολουθεί να κάθεται μεγαλοπρεπώς στο ίδιο κλαδί, αλλά τουλάχιστον έχει αρχίσει να το πριονίζει λιγάκι»
Ο ΜΠΡΕΧΤ ερμηνεύει ΜΠΡΕΧΤ (εκδόσεις Νέα Σύνορα σελ. 91)
Το κείμενο αυτό καθεαυτό ασκεί έντονη κριτική στον καταναλωτισμό και στην κυριαρχία του χρήματος πάνω σε κοινωνία, θεσμούς, ανθρώπινες σχέσεις. Ο συγγραφέας προσπαθούσε σε πνευματικό επίπεδο να αναδομήσει το πεδίο της όπερας και ταυτόχρονα να ξυπνήσει τις συνειδήσεις των θεατών. Χώρος δράσης είναι η πόλη Μαχαγκόνυ, Πόλη του Χρυσού, του χάους και της ατομικιστικής αναρχίας και κατά συνέπεια πόλη της αυτοκαταστροφής και του θανάτου, χτισμένη σε μια έρημο σηματοδοτώντας το εργοστάσιο ονείρων του καπιταλισμού (Ε. Βαροπούλου από το πρόγραμμα της παράστασης). Η σκηνή στο 13ο μέρος, είναι από τις πιο χαρακτηριστικές του έργου, όπου ο Φαγάς τρώει μέχρι θανάτου, όταν την ίδια στιγμή η πείνα επικρατεί. Έτσι ο Μπρεχτ προσπαθεί να προκαλέσει και να σοκάρει τους θεατές παραθέτοντάς τους στο θάνατο από πείνα, ένα θάνατο από υπερφαγία. Γι αυτό και συνάντησε στη σύντομη σχετικά πορεία του τη χρονιά που πρωτοανέβηκε τις έντονες αντιδράσεις τόσο ανθρώπων οι οποίοι κυριαρχούσαν στα καλλιτεχνικά πράγματα όσο και των οπαδών του χιτλερικού εθνικοσοσιαλισμού.
Οι πρώτοι προσπάθησαν είτε να απαγορεύσουν εντελώς το ανέβασμα του έργου, είτε να πετύχουν τη λογοκρισία κάποιων σκηνών, πράγμα το οποίο δυστυχώς και κατάφεραν σε παραστάσεις που δόθηκαν ανά τις πόλεις της Γερμανίας. Ακόμα κι έτσι όμως οργανωμένες ομάδες τραμπούκων συστηματικά γιουχάιζαν κατά τη διάρκεια των παραστάσεων, φτάνοντας κάποιες φορές να προσπαθούν να τις ματαιώσουν χρησιμοποιώντας μέχρι και αμπούλες βρώμας.
Στις μέρες μας τα πράγματα είναι διαφορετικά. Στις παραστάσεις που δόθηκαν στο Μέγαρο Μουσικής όχι μόνο τα εισιτήρια ήταν εξόχως ακριβά φτάνοντας στην τιμή των 65 και 95 ευρώ, αλλά επίσης μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει ανάμεσα στους θεατές και επιφανείς εκπροσώπους της διαπλοκής στον οικονομικό, πολιτικό, δημοσιογραφικό τομέα. Η ειρωνεία της ιστορίας. Μπορεί ο Μπρεχτ να έγραφε ότι «η όπερα Μαχαγκόνυ γράφτηκε το 1928/29. Στις κατοπινότερές μου εργασίες έγιναν προσπάθειες να τονισθεί όλο και πιο έντονα το διδακτικό σε βάρος του γαστριμαργικού. Δηλαδή από το μέσο απόλαυσης να αναπτυχθεί το αντικείμενο διδασκαλίας και ορισμένα ινστιτούτα να αναδομηθούν από τόποι διασκέδασης σε εκδοτικά όργανα» (ό.π. σελ. 91) όμως το Μέγαρο Μουσικής κατόρθωσε να αφοπλίσει την επική και αντικαπιταλιστική πρόθεση του συγγραφέα.
Γ. «Στις μέρες μας, όπως και τότε, στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, η μεγάλη ευθύνη των φιλοσόφων και των καλλιτεχνών είναι να δείξουμε στους απελπισμένους ανθρώπους δρόμους για την έξοδο από την καταστροφή….. μια επιτυχημένη καλλιτεχνική διαχείριση μπορεί να βασιστεί μόνο στην επιστροφή σε κείνα που μας δίδαξαν οι Έλληνες σχετικά με τη λειτουργία και την οργάνωση του θεάτρου μέσα στην πόλιν»
Ζεράρ Μορτιέ καλλιτεχνικός διευθυντής του Βασιλικού Θεάτρου της Μαδρίτης.
Η συγκεκριμένη παράσταση ανέβηκε σε σκηνοθεσία της καταλανικής θεατρικής ομάδας «Φούρα ντελς Μπάους» και παραγωγή του Βασιλικού Θεάτρου της Μαδρίτης το Σεπτέμβρη του 2010. Η συγκεκριμένη εκδοχή κατόρθωσε να δώσει το καίριο στίγμα μιας κατάστασης που κυριαρχεί στο δυτικοευρωπαϊκό χώρο. Μάλιστα λειτούργησε προφητικά μιας και λίγους μήνες μετά θα ξεσπούσε στην πλατεία της Πουέρτα ντε Σολ, λίγες εκατοντάδες μέτρα από το θέατρο, το κίνημα της «15 Μάη», γνωστού σε μας ως κίνημα των Αγανακτισμένων. Στη σκηνοθετική αυτή πρόταση η κυριαρχούμενη από το χρήμα πόλη-παγίδα Μαχαγκόνυ, όχι μόνο παράγει ένα προϊόν αντάξιο της ίδιας, τα σκουπίδια, αλλά μετατρέπει και τους ίδιους τους ανθρώπους της σε εμπόρευμα, αντικείμενο, σκουπίδι επίσης. Και αυτό το άρωμα της δυσοσμίας που αναδύεται από μια πόλη-χωματερή φτάνει πολύ πετυχημένα στα ρουθούνια των θεατών. Όσο και αν η «αποδομητική» αυτή όπερα δεν αποδίδεται ισοβαρώς, η σκηνοθεσία κατορθώνει να αποδώσει με το μέγιστο δυνατόν τρόπο το επικό μέρος της, διαχειριζόμενη άκρως επιτυχημένα την κίνηση του πλήθους των ηθοποιών εκμαιεύοντας από αυτούς τη δυναμική η οποία υποβόσκει στο κείμενο. Ειδικά με την τελευταία σκηνή της όπερας όπου οι κάτοικοι της πόλης σε πορεία διεκδικούν με πανό δικαιώματα όπως «για την ελευθερία των πλουσίων», «για την άδικη κατανομή των επίγειων αγαθών», «για το μεγαλείο της ρύπανσης», «για την αθανασία της παλιανθρωπιάς» μέσα σε ένα περιβάλλον που φλέγεται και μια πόλη που καταρρέει, επέρχεται η επιτυχημένη ολοκλήρωση του έργου. Η κόλαση (του καπιταλισμού) είναι εδώ.
«Άνοδος και πτώση της πόλης Μαχαγκόνυ» των Βάιλ/Μπρεχτ
Συνεργασία του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και του Βασιλικού Θεάτρου της Μαδρίτης
Όπερα σε τρεις πράξεις
Στα γερμανικά με ελληνικούς υπέρτιτλους
Παραγωγή του Βασιλικού Θεάτρου της Μαδρίτης (2010)
Πρεμιέρα: Μαδρίτη, Βασιλικό Θέατρο, 30 Σεπτεμβρίου 2010
Τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης ανήκουν στο Βασιλικό Θέατρο
Σκηνοθεσία: Φούρα ντελς Μπάους (Άlex Ollé & Carlus Padrissa)
Σκηνικά: Alfons Flores
Κοστούμια: Lluc Castells
Σχεδιασμός φωτισμών: Urs Schoenbaum
Φωτισμοί παράστασης: Georg Veit
Μετάφραση λιμπρέτου: Ελένη Βαροπούλου
ΛΕΟΚΑΝΤΙΑ ΜΠΕΓΚΜΠΙΚ: Jane Henschel
ΦΑΤΤΥ Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ: Donald Kaasch
ΜΩΥΣΗΣ ΤΡΙΑΔΑΣ: Huub Claessens
ΤΖΕΝΝΥ ΧΙΛΛ: Elzbieta Szmytka
ΤΖΙΜ ΜΑΧΟΝΥ: Franco Farina
ΜΠΙΛ Ο ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ: Χάρης Ανδριανός
ΤΖΟ Ή ΚΑΙ ΛΥΚΟΣ ΤΗΣ ΑΛΑΣΚΑΣ: Τάσος Αποστόλου
6 κορίτσια του Μαχαγκόννυ: Στελίνα Αποστολοπούλου,
Μελίνα Πασχαλίδου, Ρόζα Πουλημένου, Κατερίνα Ρούσσου,
Άρτεμις Μπόγρη, Μαργαρίτα Συγγενιώτου
Μουσική προετοιμασία: Δημήτρης Γιάκας
Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα & Χορωδία της ΕΡΤ
Διεύθυνση χορωδίας: Δημήτρης Μπουζάνης
Μουσική διεύθυνση:Νίκος Τσούχλος
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Βασιλίσσης Σοφίας και Κόκκαλη, Αθήνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου